- συνεμφύρομαι
- συνεμ-φύρομαι [pron. full] [ῡ], [voice] Pass.,A to be plunged in,
πόνοις -φῠρείς Vett.Val.330.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόνοις -φῠρείς Vett.Val.330.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεμφύρομαι — Α περιπλέκομαι, ανακατεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμφύρω «αναμιγνύω, ανακατώνω»] … Dictionary of Greek